- σκορπίουρος
- ο, ΝΑνεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτααρχ.1. το φυτό σκορπιοειδές*2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα3. το φυτό ωκιμοειδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «ακανθώδες φυτό» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.